- πρωθιεράρχης
- ο церк, архиепископ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωθιεράρχης — ο, Ν εκκλ. ο πρώτος μεταξύ τών ιεραρχών, προκαθήμενος, πριμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ιεράρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πρωθιεράρχης — ο ο πρώτος ανάμεσα στους ιεράρχες, αλλ. πρώτος, πριμάτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωθιεραρχία — η, Ν [πρωθιεράρχης] το αξίωμα, το υπούργημα τού προωθιεράρχη … Dictionary of Greek